- αγκαθοκόπος
- οδρεπάνι χρήσιμο για την κοπή αγκαθιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -κόπος < κόπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκαθοκόπος — αγκαθοκόπος, ο και αγκαθοκόπι, το και αγκαθολόγος, ο δρεπάνι για το κόψιμο των αγκαθιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek